κελαηδιστής

κελαηδιστής
και κελαϊδιστής, θηλ. κελαηδίστρα και κελαϊδίστρα
αυτός που μιλά κελαηδιστά, τραγουδιστά, αυτός που μιλά ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαηδώ. Για τη γραφή κελαϊδιστής βλ. κελαηδισμός. Η λ., στον τ. κελαδιστής, μαρτυρείται από το 1841 στον Ν. Ι. Σαρίπολο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”